Δεν υπάρχει μεγαλύτερη απώλεια από αυτή του παιδιού σου. Είναι σαν να αντιβαίνει η ζωή τους ίδιους της τους κανόνες, αφού το φυσιολογικό είναι τα παιδιά να αποχαιρετούν τους γονείς τους και όχι το αντίθετο.
Σύμφωνα με την Deborah Carr, πρόεδρο του τμήματος κοινωνιολογίας στο Πανεπιστήμιο της Βοστώνης, «Ο θάνατος ενός παιδιού θεωρείται ο χειρότερος παράγοντας στρες που μπορεί να περάσει ένας άνθρωπος», ενώ «Οι γονείς και ειδικά οι πατέρες, αισθάνονται συγκεκριμένα υπεύθυνοι για την ευημερία του παιδιού. Έτσι, όταν χάνουν ένα παιδί, δεν χάνουν απλώς ένα άτομο που αγάπησαν. Χάνουν επίσης τα χρόνια που μέσα τους είχαν υποσχεθεί πως θα φρόντιζαν το παιδί τους και λαχταρούσαν να εκπληρώσουν την υπόσχεση τους αυτή». (Carr, 2009)
Αν και οι γονείς που θρηνούν για την απώλεια ενός παιδιού βιώνουν, από πολλές απόψεις, κλασικές αντιδράσεις θλίψης - τη συνηθισμένη δηλαδή σειρά ψυχολογικών, βιολογικών και κοινωνικών επιπτώσεων - υπάρχουν πολλές μοναδικές προκλήσεις. Το τραύμα είναι συχνά πιο έντονο, οι αναμνήσεις και οι ελπίδες είναι πιο δύσκολο να αφεθούν. Ως εκ τούτου, η διαδικασία πένθους είναι μεγαλύτερη και η πιθανότητα επαναλαμβανόμενου ή σχεδόν σταθερού τραύματος είναι πολύ μεγαλύτερη.
«Ο θάνατος ενός παιδιού φέρνει μαζί του μια σειρά από διαφορετικές και συνεχείς προκλήσεις για το άτομο και την οικογένεια. Καθημερινές ερωτήσεις όπως «Πόσα παιδιά έχετε;» μπορεί να προκαλέσουν έντονη αγωνία», σύμφωνα με τη Fiona MacCullum, καθηγήτρια στο Πανεπιστήμιο του Queensland. Έτσι μερικοί άνθρωποι βρίσκουν τρόπους να ζουν με την απώλεια του παιδιού τους, ενώ άλλοι αγωνίζονται να βρουν νόημα στη ζωή. (Maccallum, 2021)
Ποιες είναι όμως οι βιολογικές επιπτώσεις; Πώς ο θάνατος ενός παιδιού αλλάζει το σώμα ενός γονέα;
Το 2017, ο Frank Infurna και οι συνεργάτες του, εξέτασαν τη γενική υγεία και τη σωματική λειτουργικότητα 461 γονέων που είχαν χάσει παιδιά κατά τη διάρκεια 13 ετών. Σύμφωνα με τα αποτελέσματα της έρευνας τους, παρατήρησαν κάποια έκπτωση, ακολουθούμενη από μια γενική ανάκαμψη ή αποκατάσταση, με την πάροδο του χρόνου. Σύμφωνα με τους ερευνητές, η σωματική λειτουργικότητα επικεντρώθηκε στην ικανότητα κάποιου να ολοκληρώσει διάφορες καθημερινές εργασίες και δεν παρατήρησαν μεγάλη αλλαγή σε αυτό. Αλλά όταν εξέτασαν τις συνεντεύξεις των πενθούντων γονέων - είτε ένιωθαν ότι αρρώσταιναν συχνά, είτε περίμεναν ότι η υγεία τους θα βελτιωνόταν ή θα χειροτέρευε - βρήκαν φτωχότερες αντιλήψεις των ανθρώπων αυτών σχετικά με την υγεία. (Infurna and Lythar, 2017)
Όπως συμβαίνει με όλες τις σημαντικές αντιδράσεις πένθους, το τραύμα της απώλειας ενός παιδιού μπορεί να προκαλέσει σωματικά συμπτώματα, όπως πόνους στο στομάχι, μυϊκές κράμπες, πονοκεφάλους και ακόμη και σύνδρομο ευερέθιστου εντέρου. Προηγούμενες μελέτες έχουν βρει πιο αδύναμες συσχετίσεις μεταξύ της ανεπίλυτης θλίψης και των διαταραχών του ανοσοποιητικού, του καρκίνου και μακροπρόθεσμων γενετικών αλλαγών σε κυτταρικό επίπεδο. (Lannen et al., 2008)
Το χρόνιο στρες μπορεί ακόμη και να επηρεάσει τον τρόπο λειτουργίας του εγκεφάλου, καθώς η μακροχρόνια έκθεση στην ορμόνη του στρες κορτιζόλη, έχει συνδεθεί με τον θάνατο των εγκεφαλικών κυττάρων. (Conrad, 2008) Και σε μια βίαιη ανατροπή της νευροβιολογίας του εγκεφάλου όπως στο θάνατο του παιδιού μας, οι περιοχές του εγκεφάλου που είναι υπεύθυνες για την επεξεργασία της θλίψης, όπως ο οπίσθιος περιφερικός φλοιός, ο μετωπιαίος φλοιός και η παρεγκεφαλίδα, εμπλέκονται επίσης στη ρύθμιση της όρεξης και του ύπνου (Gundel et al., 2003). Αυτό μπορεί να εξηγήσει γιατί οι πενθούντες γονείς αναπτύσσουν διαταραχές διατροφής και ύπνου μετά την απώλεια.
Υπάρχουν δε πολλές μελέτες που έχουν εξετάσει τις συνεχιζόμενες επιπτώσεις στην υγεία, των υψηλών επιπέδων χρόνιου στρες (Robies et al, 2005; Schulz, 2008), Και όταν κοιτάξουμε λίστες με αγχωτικά γεγονότα της ζωής, η απώλεια του απιδιού μας είναι στην κορυφή.
Οι επιπτώσεις αυτής της τραγωδίας δεν είναι αποκλειστικά βιολογικές. Είναι ενδιαφέρον, ωστόσο, ότι ελάχιστες μελέτες έχουν εμβαθύνει στον εφιάλτη του θανάτου ενός παιδιού. Το μεγαλύτερο μέρος της έρευνας σχετικά με την ψυχολογική απόκριση στον θάνατο, επικεντρώνεται στην απώλεια ενός συζύγου ή ενός γονέα. Πιθανώς, αυτό οφείλεται εν μέρει στη δυσκολία εύρεσης θεμάτων για μελέτη και επίσης στην πιθανή δυσκολία στρατολόγησης συμμετεχόντων σε οτιδήποτε διαχρονικό. Όπως γίνεται κατανοητό, ενώ έχει σημειωθεί σημαντική πρόοδος στην επιστημονική μας κατανόηση της θλίψης, έχουμε πολύ δρόμο μπροστά μας.
Αυτό δεν σημαίνει ότι είμαστε χωρίς βιβλιογραφία. Μια μελέτη του 2015 σε 2.512 πενθούντες ενήλικες (πολλοί από τους οποίους θρηνούσαν την απώλεια ενός παιδιού), βρήκε ελάχιστα ή καθόλου στοιχεία κατάθλιψης στο 68% των ερωτηθέντων λίγο μετά την τραγωδία. Περίπου το 11 τοις εκατό υπέφερε αρχικά από κατάθλιψη αλλά βελτιώθηκε. περίπου το 7 τοις εκατό είχε συμπτώματα κατάθλιψης πριν την απώλεια, τα οποία συνεχίστηκαν αμείωτα. Για το 13% των πενθούντων, η χρόνια θλίψη και η κλινική κατάθλιψη εμφανίστηκαν μόνο αφού οι ζωές τους ανατράπηκαν. Εάν αυτοί οι αριθμοί φαίνονται χαμηλοί, αξίζει να θυμάστε ότι είναι απολύτως δυνατό να είστε βαθιά λυπημένοι χωρίς να είστε σε κατάθλιψη. (Maccallum et al, 2015)
Δυστυχώς, η έρευνα δείχνει ότι η ψυχολογική βλάβη που προκλήθηκε από τον θάνατο ενός παιδιού συχνά δεν επουλώνεται με την πάροδο του χρόνου. Μια μελέτη του 2008 διαπίστωσε ότι ακόμη και 18 χρόνια μετά την απώλεια ενός παιδιού, οι πενθούντες γονείς ανέφεραν «περισσότερα συμπτώματα κατάθλιψης, φτωχότερη ευημερία και περισσότερα προβλήματα υγείας και ήταν πιο πιθανό να έχουν βιώσει ένα καταθλιπτικό επεισόδιο και διαταραχή του γάμου. Ενώ ορισμένοι γονείς βελτιώθηκαν, η ανάκαμψη από τη θλίψη… δεν είχε σχέση με το χρονικό διάστημα από τον θάνατο».(Rogers et al. 2008)
Ειδικά τον πρώτο χρόνο μετά την απώλεια ενός μικρότερου παιδιού, ένας γονέας διατρέχει αυξημένο κίνδυνο αυτοκτονίας και όλες τις διαταραχές, από σοβαρή κατάθλιψη μέχρι περιπεπλεγμένο πένθος. Το περιπεπλεγμένο πένθος διαφέρει από το αναμενόμενο, φυσιολογικό πένθος, στο ότι «υπάρχουν πιο έντονα συμπτώματα, που εναλλάσσονται με φαινομενικά καθόλου συμπτώματα - ένα μούδιασμα - που δυνητικά βλάπτει την ικανότητά των ανθρώπων αυτών να λειτουργούν.
Ένας γονέας που θρηνεί χωρίς σοβαρές επιπλοκές, όπως αυτοκτονικές σκέψεις ή συμπεριφορές αυτοτραυματισμού, θα ήταν το καλύτερο σενάριο, ενώ τα χειρότερο σενάριο θα ήταν να βιώσει τάσεις αυτοκτονίας, ψύχωση ή να αναπτύξει μια διαταραχή ψυχικής υγείας ή μια διατροφική διαταραχή».
Προβλεπτικοί παράγοντες: Πώς η ηλικία του παιδιού και άλλοι παράγοντες επηρεάζουν τους γονείς που πενθούν
Αρκετές μελέτες έχουν προσπαθήσει να εντοπίσουν βασικούς παράγοντες που επηρεάζουν το πόσο καλά προσαρμόζονται οι γονείς μετά την απώλεια ενός παιδιού. Μια μελέτη του 2005 διαπίστωσε ότι η ηλικία του παιδιού, η αιτία θανάτου και ο αριθμός των εναπομεινάντων παιδιών συνδέονται στενά με τα επίπεδα θλίψης που επιδεικνύουν οι γονείς, ενώ η κατάθλιψη συνδέεται με το φύλο, τις θρησκευτικές πεποιθήσεις και το αν οι πενθούντες ζήτησαν επαγγελματική βοήθεια (Wijngaards et al, 2005). Μεταγενέστερες μελέτες έχουν αποκαλύψει άλλους παράγοντες πρόβλεψης χαμηλότερων απαντήσεων θλίψης, όπως η ισχυρή αίσθηση σκοπού στη ζωή και το αν είχαν την ευκαιρία οι γονείς να πουν αντίο (Floyd et al, 2013).
Εξαρτάται λοιπόν από την ψυχολογική σύνθεση του γονέα, αν έχει ιστορικό ψυχικής ασθένειας, ποιες δεξιότητες αντιμετώπισης και ποια κοινωνική υποστήριξη έχουν. Εξωτερικοί παράγοντες μπορούν επίσης να παίξουν ρόλο. Η αυτοκτονία είναι συχνά πιο δύσκολη, αλλά μια τελική ασθένεια μπορεί να παρουσιάσει επαναλαμβανόμενα τραύματα για μεγάλο χρονικό διάστημα.
Το φύλο μπορεί να είναι μέρος του παζλ, καθώς ιστορικά οι μητέρες ήταν οι κύριοι φροντιστές και πιο πιθανό να έχουν την ταυτότητά τους τυλιγμένη στο να είναι μητέρες. Αυτό μπορεί να οδηγήσει σε ισχυρότερες αντιδράσεις μεταξύ των γυναικών που χάνουν τα παιδιά τους, κάτι που όμως τείνει να αλλάξει καθώς αλλάζει και ο ρόλος των ανδρών απέναντι στη φροντίδα των παιδιών τους με τα χρόνια.
Όμως ένας από τους σημαντικότερους προγνωστικούς παράγοντες του τραύματος είναι η ηλικία του παιδιού. Οι αποβολές και οι θνησιγενείς τοκετοί είναι καταστροφικές και επιδεινώνονται από το γεγονός ότι η απώλεια συχνά μειώνεται από την αντίληψη του κοινού ότι ένα έμβρυο δεν είναι ένα πλήρως σχηματισμένο παιδί. Παρόλα αυτά στην πορεία της καριέρας μου, αρκετές είναι οι γυναίκες που πενθούν ακόμη και μετά από μια αποβολή μετά τον πρώτο τρίμηνο της κύησης ή και πριν από αυτό αλλά σύντομα μπορούν να ανακάμψουν και να συνεχίσουν με την επόμενη προσπάθεια για τεκνοποίηση.
Μόλις γεννηθεί ένα παιδί, όμως, το σενάριο ανατρέπεται. Οι ενήλικες μεγαλύτερης ηλικίας που ζουν περισσότερο από τα παιδιά τους γενικά έχουν μεγαλύτερη πιθανότητα να τα βγάλουν πέρα σε σχέση με τους γονείς που χάνουν πολύ μικρά παιδιά. Ας μην ξεχνάμε αυτό που έγραψα παραπάνω, ότι η ηλικία του παιδιού είναι πολύ σημαντική γιατί μιλάει για προσδοκία. Όταν ένα μικρό παιδί πεθαίνει, αυτή η προσδοκία πεθαίνει μαζί τους: «η αποφοίτηση, τα εγγόνια, οι γάμοι — χάνονται και αυτά όλα μαζί με το παιδί.
Ωστόσο, ακόμη και οι ηλικιωμένοι μπορεί να υποφέρουν έντονα μετά το θάνατο ενός ενήλικου παιδιού. «Μπορείς να συναντήσεις κάποιον που είναι 75 ετών που χάνει ένα παιδί 50 ετών και είναι ακόμα καταστροφικό. Υπάρχει αυτή η πίστη στη φυσική τάξη. Ένας γονιός πρέπει να πεθάνει πρώτα. Έτσι, παρόλο που η ηλικία έχει σημασία, οι μεγαλύτεροι γονείς εξακολουθούν να είναι αρκετά άδειοι. Απλώς χάνουν λιγότερο από αυτή τη μακροπρόθεσμη προσδοκία.
Κοινωνικές επιπτώσεις: Πώς η απώλεια ενός παιδιού ενισχύει (ή καταστρέφει) τις οικογένειες
Οι μεγάλοι στρεσογόνοι παράγοντες της ζωής επηρεάζουν φυσικά τους γάμους. Αλλά το διαζύγιο μετά τον θάνατο ενός παιδιού δεν είναι αναπόφευκτο. Είναι πολύ σημαντικό να υπογραμμίσουμε ότι ο θάνατος ενός παιδιού δεν πρόκειται να καταστρέψει έναν γάμο. θα συμφωνήσω ότι γενικά κάνει έναν ήδη διαταραγμένο γάμο χειρότερο και έναν ισχυρό γάμο καλύτερο. Όταν αντιμετωπίζουμε μια ασθένεια ή εθισμό, οι σύζυγοι που διαφωνούν για την καλύτερη πορεία της θεραπείας, διατρέχουν ιδιαίτερα υψηλό κίνδυνο. Φανταστείτε λοιπόν αν ο ένας σύζυγος κατηγορεί τον άλλον ή αισθάνεται ότι ο άλλος έκανε κάτι για να επισπεύσει τον θάνατο, αυτό είναι σχεδόν κάτι που δεν μπορεί κανένας να ανακάμψει και να ξεπεράσει (Coleman, 20200.
Υπάρχουν επίσης παράγοντες, πέρα από τον έλεγχο του ζευγαριού, που μπορεί να χαλάσουν ή να σώσουν τον γάμο. «Η θλίψη, το τραύμα και η κατάθλιψη επηρεάζουν την ικανότητα κάποιου να συμμετέχει σε όλες τις ουσιαστικές σχέσεις. Αλλά έχω δει και ζευγάρια στα οποία συμβαίνει το αντίθετο. Έρχονται πιο κοντά, στηρίζουν ο ένας τον άλλον. Γιατί σε μία τέτοια περίπτωση ο σύντροφος είναι το μόνο άτομο που μπορεί πραγματικά να καταλάβει πώς νιώθεις.
Οι μητέρες και οι πατέρες που χάνουν συχνά ένα παιδί πρέπει επίσης να αντιμετωπίσουν τα επιζώντα αδέρφια. Το να ανακαλύψεις πώς να γίνεις γονέας μετά την απώλεια ενός παιδιού είναι μια μοναδική πρόκληση. Και εδώ, οι ειδικοί συμφωνούν ότι τα αποτελέσματα τόσο για τα επιζώντα παιδιά όσο και για τους γονείς εξαρτώνται σε μεγάλο βαθμό από την κατάσταση της σχέσης πριν από το τραύμα. Ο θάνατος μπορεί να ενώσει μια οικογένεια ή να τη διαλύσει.
Βιβλιογραφίες
Carr, Deborah (Ed.). (2009). Encyclopedia of the Life Course and Human Development (with associate editors Robert Crosnoe, M. E. Hughes, and Amy Pienta). Farmington Hills MI: Gale/CENGAGE Learning.
Coleman, p.A. (2020) The 6 Scientifically Proven Traits that Make a Strong Marriage These culturally universal traits form a rock-solid foundation. In: https://www.fatherly.com/love-money/strong-marriage-traits-scientifically-proven/ (retrieved 04/04/2022)
Conrad, C. D. (2008). Chronic stress-induced hippocampal vulnerability: the glucocorticoid vulnerability hypothesis. Reviews in the Neurosciences, 19(6), 395-412.
Floyd, F. J., Mailick Seltzer, M., Greenberg, J. S., & Song, J. (2013). Parental bereavement during mid-to-later life: pre-to postbereavement functioning and intrapersonal resources for coping. Psychology and aging, 28(2), 402.
Fuller, K. (2018). Checking into Heartbreak Motel: Broken Heart Syndrome. In https://www.psychologytoday.com/us/blog/happiness-is-state-mind/201802/checking-heartbreak-motel-broken-heart-syndrome (retrieved 04/04/2022)
Gündel, H., O’Connor, M. F., Littrell, L., Fort, C., & Lane, R. D. (2003). Functional neuroanatomy of grief: an FMRI study. American Journal of Psychiatry, 160(11), 1946-1953.
Infurna, F. J., & Luthar, S. S. (2017). Parents’ adjustment following the death of their child: Resilience is multidimensional and differs across outcomes examined. Journal of Research in Personality, 68, 38-53.
Lannen, P. K., Wolfe, J., Prigerson, H. G., Onelov, E., & Kreicbergs, U. C. (2008). Unresolved grief in a national sample of bereaved parents: impaired mental and physical health 4 to 9 years later. Journal of Clinical Oncology, 26(36), 5870.
Maccallum, Fiona (2021). Normal and pathological mourning: attachment processes in the development of prolonged grief. Attachment: the fundamental questions. Edited by Ross A. Thompson, Jeffry A. Simpson, and Lisa J. Berlin. New York, NY USA: The Guilford Press.289-295.
Maccallum, F., Galatzer-Levy, I. R., & Bonanno, G. A. (2015). Trajectories of depression following spousal and child bereavement: A comparison of the heterogeneity in outcomes. Journal of psychiatric research, 69, 72-79.
Robles, T. F., Glaser, R., & Kiecolt-Glaser, J. K. (2005). Out of balance: A new look at chronic stress, depression, and immunity. Current Directions in Psychological Science, 14(2), 111-115.
Rogers, C. H., Floyd, F. J., Seltzer, M. M., Greenberg, J., & Hong, J. (2008). Long-term effects of the death of a child on parents' adjustment in midlife. Journal of family psychology, 22(2), 203.
Schulz, R., & Sherwood, P. R. (2008). Physical and mental health effects of family caregiving. Journal of Social Work Education, 44(sup3), 105-113.
Wijngaards-de Meij, L., Stroebe, M., Schut, H., Stroebe, W., van den Bout, J., van der Heijden, P., & Dijkstra, I. (2005). Couples at risk following the death of their child: predictors of grief versus depression. Journal of consulting and clinical psychology, 73(4), 617.