Translate

Παρασκευή 22 Απριλίου 2016

Η επίδραση της οικονομικής κρίσης στην ψυχική υγεία

Αρθρογραφεί ο ψυχολόγος Υγείας Δρ Γεώργιος Λυράκος

Σύμφωνα με τον Παγκόσμιο Οργανισμό Υγείας, ως υγεία, ορίζεται όχι μόνο η απουσία νόσου αλλά και η κατάσταση της ψυχοκοινωνικής ευεξίας. Οι Willis και Campbell (1992), μέσα από ένα σύνολο ορισμών, καταλήγουν στο συμπέρασμα  ότι η ψυχική υγεία «είναι μία θετική κατάσταση πνευματικής ευεξίας στην οποία τα άτομα αισθάνονται βασικά ικανοποιημένα από τον εαυτό τους, τους ρόλους τους στη ζωή και τις σχέσεις τους με τους άλλους». Συχνά λοιπόν ο όρος «ψυχική υγεία» ταυτίζεται με την «ψυχική ευεξία.»
Για να μπορέσουμε όμως να καταλάβουμε τον όρο ψυχική υγεία θα πρέπει να αποδεχτούμε πρώτα πως αποτελεί μια πολυπαραγοντική έννοια, που εμπεριέχει :

  • την απουσία αρνητικών συναισθημάτων (όπως το άγχος και η κατάθλιψη),
  • την παρουσία θετικών συναισθημάτων,  
  • την ικανοποίηση από τη ζωή (εννοώντας τη θετική αυτοεκτίμηση), καθώς και
  • την ύπαρξη καλής γνωστικής λειτουργίας (χρόνος αντίδρασης στα ερεθίσματα του περιβάλλοντος) (McAuley and Rudolph, 1995).
Δίνοντας λοιπόν ορισμό στα αρνητικά συναισθήματα, μπορούμε να ορίσουμε το δυσλειτουργικό άγχος ως τη δυσάρεστη συναισθηματική κατάσταση, που περιλαμβάνει αισθήματα φόβου σε περιπτώσεις κινδύνου στις οποίες η πηγή είναι άγνωστη σε ένα μεγάλο βαθμό ή μη αναγνωρίσιμη (Μάνος, 1998). Στις περισσότερες περιπτώσεις το άγχος αποτελεί μια κοινή αντίδραση, που σε κάποιο βαθμό υπάρχει στους περισσοτέρους ανθρώπους με την μορφή της υπερβολικής αντίδρασης σε ήπια στρεσογόνα γεγονότα. Όταν αυτό το στρες συνεχίζει να υπάρχει για μεγάλο διάστημα, ή εμφανίζεται συχνά, μπορεί να συσχετιστεί με αρνητική επίδραση στη ποιότητα ζωής και με προβλήματα στην υγεία των ατόμων. Παράλληλα το στρες έχει βρεθεί πως συνδέεται με τη κατάθλιψη, την οξυθυμία, την επιθετικότητα, το νευρωτισμό και την αίσθηση της προσωπικής δυστυχίας (Θεωδοράκης, 2010).
Επιστρέφοντας στο άγχος, μπορούμε να το διαχωρίσουμε σε δύο είδη που είναι:
α) το άγχος προδιάθεσης που αποτελεί βασικό γνώρισμα της προσωπικότητας και
β) το άγχος κατάστασης που αποτελεί μια πρόσκαιρη συναισθηματική διαταραχή (Cattell & Sheier, 1961).

Προχωρώντας στο δεύτερο κομμάτι της ψυχικής υγείας και για  να ερμηνεύσουμε τα θετικά συναισθήματα, θα πρέπει να ερμηνεύσουμε πρώτα κάποια από τα αρνητικά που σχετίζονται με την αυτοεκτίμηση και συγκεκριμένα τη κατάθλιψη, που θεωρείται ως η συχνότερη παρατηρούμενη ψυχική διαταραχή και ορίζεται ως μια συναισθηματική κατάσταση έντονης και επίμονης λύπης. Η κατάθλιψη χαρακτηρίζεται από αισθήματα απόγνωσης και αποθάρρυνσης. Συνδέεται επίσης με την χαμηλή αυτοεκτίμηση, την αβεβαιότητα για το μέλλον και την παραίτηση του ατόμου από τις κοινωνικές σχέσεις.

Τέλος η καλή γνωστική λειτουργία έχει να κάνει σε μεγάλο βαθμό με το στρες, καθώς όσο μεγαλύτερο είναι το στρες τόσο περισσότερο παρατηρούνται διαταραχές στη μνήμη και την αντίληψη των ατόμων (Lyrakos et al, 2016)

Επιπτώσεις της οικονομική κρίσης στην ψυχική υγεία

Η προσωπικότητα όπως και η ζωή του σύγχρονου ανθρώπου είναι δομημένες πάνω στην εργασία και το οικονομικό του υπόβαθρο. Τα αποτελέσματα των περισσότερων ερευνών συμφωνούν ότι η απώλεια της εργασίας συνδέεται στενά και αυξάνει το  κίνδυνο εμφάνισης των ψυχικών διαταραχών, όπως και των σωματικών επιπτώσεων που αυτές οι διαταραχές μπορούν να έχουν. Πολλές μελέτες υποστηρίζουν ότι υπάρχει μια δυνατή συσχέτιση ανάμεσα στην ανεργία και την αύξηση κινδύνου εμφάνισης άγχους, κατάθλιψης, αντικοινωνικής συμπεριφοράς και χρήσης ουσιών (Murphy and Athanasou, 1999). Η σημασία που έχουν οι ψυχικές διαταραχές στο τομέα της δημόσιας υγείας είναι φανερή και από το ότι κατατάσσονται ανάμεσα στις πρώτες αιτίες που οδηγούν σε σημαντική ανικανότητα του ατόμου και αναμένεται ότι θα αυξηθούν ακόμη περισσότερο μέσα στα επόμενα χρόνια, ενώ υπολογίζεται ότι το 2020 θα είναι δεύτερες σε συχνότητα, αμέσως μετά την ισχαιμική καρδιοπάθεια (WHO, 2001).
Μια μεγάλη έρευνα που διεξήχθη σε 26 χώρες της Ευρώπης, για το διάστημα από το 1970 έως το 2006,  μελέτησε τους τρόπους με τους οποίους οι οικονομικές αλλαγές είχαν επιδράσει στα ποσοστά θνησιμότητας και τα αποτελέσματά της έδειξαν ότι, για ηλικίες κάτω των 65 χρονών, για κάθε 1% ποσοστό αύξησης της ανεργίας, υπήρχε αύξηση κατά 0,8% στις αυτοκτονίες (Stuckler et al., 2009). 
Μια μελέτη της βιβλιογραφίας, που εστίασε στις επιδράσεις που έχει στη ψυχική υγεία η ανεργία, έδειξε ότι ο μέσος όρος του ποσοστού των άνεργων ατόμων που εμφάνισαν ψυχικά προβλήματα ήταν στο 34%, σχεδόν διπλάσιος από ότι στα άτομα που δούλευαν, όπου το ποσοστό άγγιζε το 16% (Paul και Moser, 2009). Επίσης, η ανεργία έχει συσχετιστεί με την υιοθέτηση ανθυγιεινών συμπεριφορών υγείας, όπως το κάπνισμα. Τα άνεργα άτομα με εκείνα που δούλευαν είχαν επίσης σημαντικές διαφορές μεταξύ τους σε σχέση με άλλα στοιχεία σχετικά με τη ποιότητα της ψυχικής υγείας, όπως είναι τα ποσοστά άγχους και κατάθλιψης, την υποκειμενική αίσθηση ικανοποίησης από τη ζωή, την αυτοεκτίμηση αλλά και την εμφάνιση ψυχοσωματικών συμπτωμάτων (Paul and Moser, 2009). 
Παρόμοια αποτελέσματα φάνηκαν και σε ελληνική μελέτη, όπου καταγράφηκε πως το μεγαλύτερο ποσοστό όσων ζητούν κοινωνική βοήθεια είναι άτομα με οικονομικά ή ψυχικά προβλήματα (Lyrakos et al, 2015). Η οικονομική δυσχέρεια συχνά οδηγεί το άτομο σε  ανθυγιεινούς τρόπους διατροφής, δυσχεραίνοντας και την πρόσβαση του στο σύστημα φροντίδας της υγείας, κάτι στο οποίο οφείλεται και η αύξηση των ποσοστών νοσηρότητας και θνησιμότητας (Valkonen and Martikainen, 1995).
Σε μια έρευνα, από τους VanPraag et al. (2003), τα αποτελέσματα έδειξαν ότι το άτομο αντλεί ικανοποίηση από την εργασία του όχι μόνο όταν είναι ικανοποιημένο από το εισόδημά του αλλά και όταν αισθάνεται πως ο εργοδότης του εκτιμά τη δουλειά του. Η εργασία είναι από τους σημαντικότερους παράγοντες που επιδρούν στην ποιότητα της ζωής, καθώς αποτελεί την προϋπόθεση για αποφυγή της φτώχειας, η οποία, όπως είναι λογικό, έχει αρνητική επίδραση στην ικανοποίηση που αισθάνεται το άτομο (Rahman et al., 2005).
Το βιοτικό επίπεδο επιδρά σημαντικά στην υλική ευημερία των ατόμων, όντας έτσι ένας βασικός παράγοντας που επηρεάζει την ποιότητα ζωής τους (Cummins, 1997).  Άτομα με χαμηλό κοινωνικοοικονομικό επίπεδο δεν έχουν τις ίδιες ευκαιρίες για αναψυχή, λόγω του χαμηλού τους εισοδήματος, κάτι το οποίο οδηγεί και σε μειωμένο αίσθημα ικανοποίησης τους. Πολλές έρευνες έχουν δείξει ότι η ικανοποίηση των ατόμων αυξάνει όταν εκείνα συμμετέχουν σε δραστηριότητες όπως, για παράδειγμα, πολιτισμικές δραστηριότητες, που μπορούν να βελτιώσουν την ποιότητα ζωής τους (Cummins, 1997; Sherwood, Jago, & Deery, 2005), ενώ η οικογένεια φαίνεται επίσης να αποτελεί προστατευτικό παράγοντα σε καιρούς κρίσης (Lyrakos et al., 2015).
Σε αντιδιαστολή με τα παραπάνω, μια πρόσφατη μελέτη στη Θεσσαλονίκη έδειξε πως οι αυτοκτονίες δεν σχετίζονται τόσο με την ανεργία όσο με τις κλιματολογικές συνθήκες (Φουντουλάκης, 2015), ενώ στη μελέτη των Tzanne και Lyrakos (2013) σε απόπειρες αυτοκτονίας και εκεί το μεγαλύτερο ποσοστό είχανε τα συναισθηματικά προβλήματα και όχι τα οικονομικά. 

Τα πορίσματα λοιπόν δικά σας, οι έρευνες έχουν δείξει τη συσχέτιση όμως ο τρόπος με το οποίο αντμετωπίζουμε τα όποια ψυχοπιεστικά γεγονότα στη ζωή μας είναι αυτός που θα ορίσει τελικά και το αποτέλεσμα σε κάθε έναν από εμάς. 
Dr Georgios Lyrakos BS MSc PhD CPsychol
Program Director MSc Health Psychology
City Unity College-Cardiff MET